отомкнуть - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отомкнуть - translation to ρωσικά


отомкнуть      
1) ( отпереть ) разг. ouvrir ; crocheter ( отмычкой )
отомкнуть замок - crocheter la serrure
отомкнуть дверь - ouvrir la porte
2) воен.
отомкнуть штык - ôter la baïonnette
отмыкать      
см. отомкнуть
отмыкаться      
1) см. отомкнуться
2) страд. être + part. pas. ( ср. отомкнуть)

Ορισμός

отомкнуть
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отомкнуть
1. Когда ее запирали изнутри, снаружи отомкнуть запор было невозможно.
2. При помощи ключей психологи могут "отомкнуть" способности и жизненные силы человека и "замкнуть" проблемы.
3. Если в ключах будет хоть малейший дефект, суперчувствительные запоры не получится отомкнуть.
4. Так же легко отомкнуть второй замок им не удалось, поэтому домушники просто взломали его.
5. Отомкнуть искореженные при падении оковы обычными ключами оказалось невозможно: для этого потребовался гидравлический инструмент.